παρασυλλογίζομαι

παρασυλλογίζομαι
ΝΜ
νεοελλ.
σκέπτομαι κάτι πολύ έντονα, συλλογίζομαι υπερβολικά, θυμάμαι ζωηρά («παρασυλλογίζεται το ξενιτεμένο του παιδί»)
μσν.
συλλογίζομαι εσφαλμένα, σκέπτομαι όχι ορθά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρασυλλογισμός — ὁ, Μ [παρασυλλογίζομαι] ο μη ορθός, ο εσφαλμένος συλλογισμός …   Dictionary of Greek

  • παρασυλλογιστικός — ή όν, Α [παρασυλλογίζομαι] 1. έμπειρος και συγχρόνως συνετός 2. απατηλός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”